- εκπόμπευση
- [-ις (-εως)] η поругание, опозоривание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκπόμπευση — η διαπόμπευση, δημόσιος διασυρμός … Dictionary of Greek
ἐκπομπεύσῃ — ἐκπομπεύω conduct aor subj mid 2nd sg ἐκπομπεύω conduct aor subj act 3rd sg ἐκπομπεύω conduct fut ind mid 2nd sg ἐκπομπεύω conduct aor subj mid 2nd sg ἐκπομπεύω conduct aor subj act 3rd sg ἐκπομπεύω conduct fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)